Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

"127 'Ωρες": Η αληθινή ιστορία...και πώς μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο

Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ - "Slumdog Millionaire"- επιστρέφει με μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία και συνεργάζεται με τους Τζέιμς Φράνκο ("Milk") και Κέιτ Μάρα ("Iron Man 2").
Η αληθινή ιστορία...
Μια νύχτα Παρασκευής του Απριλίου του 2003, ο 26χρονος Άρον Ράλστον οδηγούσε με προορισμό την Γιούτα για να περάσει το Σαββατοκύριακό του κάνοντας πεζοπορία στο εκπληκτικής ομορφιάς απομακρυσμένο Εθνικό Πάρκο Canyonlands. Έξι μέρες αργότερα, θα ζούσε για να διηγηθεί την πιο συγκλονιστική ιστορία του αγώνα του για επιβίωση- και μια αξέχαστη ιστορία ανθρώπινης αντοχής, τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπος με τη δυστυχία.

Πολλοί από αυτούς που είχαν ακούσει την ιστορία του πώς ο Ράλστον επέζησε αυτές τις βασανιστικές 127 ώρες, με το χέρι του καρφωμένο από μια αμετακίνητη κοτρόνα, με λιγοστή τροφή και ελάχιστες σταγόνες νερού και απέδρασε μόνο κάνοντας μια πράξη απίστευτης γενναιότητας, αναρωτήθηκαν: Πώς τα έφερε εις πέρας αυτή τη δύσκολη στιγμή; Πώς βρήκε το κουράγιο να κρατηθεί σε μια τόσο απελπισμένη κατάσταση; Θα έκανα εγώ ό,τι έκανε αυτός προκειμένου να ζήσει;

Αυτά είναι τα ερωτήματα που ιντρίγκαραν τον σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ, τον παραγωγό Κρίστιαν Κόλσον και τον σεναριογράφο Σάιμον Μπιουφόι, που είχαν συνεργαστεί και στην ταινία"Slumdog Millionaire". Ο Μπόιλ όμως, είδε και κάτι παραπάνω στην απίστευτη ιστορία του Ράλστον: την ευκαιρία να αποδώσει σε πρώτο πρόσωπο μια κινηματογραφική εμπειρία, την οποία θα μπορούσε να "ζήσει" το κοινό σε κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας, όπου ο Ράλστον περνά από την απόγνωση σε έναν επαναπροσδιορισμό της ζωής, που τον οδηγεί στο να κάνει το ακατόρθωτο.

Από την στιγμή που άρχισε να διαβάζει την best-seller αυτοβιογραφία του Άρον Ράλστον"Between a Rock and a Hard Place", ο Μπόιλ ήξερε ακριβώς τι είδους ταινία ήθελε να κάνει με αυτή την αληθινή ιστορία: θα χρησιμοποιούσε μια ειδική μέθοδο κινηματογράφησης για να περιγράψει το προσωπικό ταξίδι του ήρωα, να μπει στο κορμί και στο μυαλό του με έναν τρόπο που κανένα άλλο μέσο δεν θα μπορούσε να το καταφέρει.

"Ήξερα ότι ήθελα να μεταφέρω τον θεατή μέσα στο φαράγγι μαζί με τον Άρον και να μην τον αφήσω να φύγει ώσπου ο ίδιος ο ήρωας να διασωθεί", εξηγεί ο σκηνοθέτης.
"Ασφαλώς και το είδα ως μια απίστευτη ιστορία ενός αγώνα για επιβίωση, ωστόσο πιστεύω ότι υπάρχει κι ένα άλλο επίπεδο στην ιστορία που θα εκπλήξει το κοινό. Δεν είναι απλά το θέμα πώς σώθηκε ο Άρον, όσο απίστευτο κι αν είναι. Υπάρχει μια δύναμη ζωής την οποία ο Άρον άντλησε, που πάει παραπέρα από το αξιοσημείωτο κουράγιο του ως άτομο, και αυτό ακριβώς ήλπιζα να μεταφέρω στη μεγάλη οθόνη.

Είναι κάτι που μας δένει όλους μαζί και όταν ο Άρον, που είναι ολομόναχος σε αυτό το φαράγγι, διασώζεται, συμβαίνει κάτι πολύ ισχυρό. Ο κόσμος ίσως να πει γι' αυτή την ιστορία: "Δεν ξέρω αν εγώ θα το έκανα". Όμως νομίζω ότι όλοι μας θα κάναμε το οτιδήποτε περνούσε από το χέρι μας γι' αυτή τη ζωή που είναι ωραία.

Αυτό που πιστεύω ότι βίωσε ο Άρον στο φαράγγι εκείνες τις 6 ημέρες, ήταν μια ξαφνική συνειδητοποίηση της πραγματικής αξίας της ζωής. Μια από τις ιδέες του φιλμ είναι ότι ποτέ δεν ήταν πραγματικά μόνος στο φαράγγι. Σωματικά σαφώς και ήταν, όμως περιβαλλόταν πνευματικά από τα άτομα που είχε γνωρίσει και αγαπήσει. Αυτό έκανε τη διαφορά και θέλαμε να μεταφέρουμε αυτό το συναίσθημα στην ιστορία."

Ο Μπόιλ γνώριζε επακριβώς ότι επρόκειτο να επιχειρήσει κάτι, που έμοιαζε ακατόρθωτο: "Θα κάναμε μια ταινία δράσης, στην οποία ο ήρωας δεν μπορεί να κινηθεί!". Πώς μπορεί λοιπόν η δράση να διατηρηθεί όταν ο ήρωας της ταινίας μπορεί να ελιχθεί ελάχιστα και οτιδήποτε κάνει είναι σε μεγάλο βαθμό μέσα στο κεφάλι του; "Ένιωσα ότι μπορούσαμε να κάνουμε την ταινία τόσο ρεαλιστική σε οπτικό και συναισθηματικό επίπεδο που ο κόσμος θα χανόταν μέσα στην ιστορία, ακριβώς όπως ο Άρον χάθηκε στο φαράγγι", απαντά ο Μπόιλ.

Οι συντελεστές του φιλμ γνώριζαν ότι υπήρχε μόνο ένας ηθοποιός που θα μπορούσε να μεταφέρει στο κοινό τα κατάλληλα συναισθήματα. "Ο Τζέιμς Φράνκο έχει αυτή την απίστευτη τεχνική ικανότητα και αυτό χρειαζόμασταν, επειδή οι "127 Ώρες" είναι σχεδόν η ταινία με έναν και μοναδικό ήρωα. Όμως ο Τζέιμς πήγε παραπέρα από αυτό, επιχειρώντας κάθε πρόκληση, φυσική και συναισθηματική, που εμφανίστηκε στην πορεία. Ήταν εκπληκτικός στον συγκεκριμένο ρόλο."

Αυτό που έκανε το project ακόμη πιο ενδιαφέρον για τον Μπόιλ και τον Μπιουφόι είναι το γεγονός ότι ήταν τελείως αντίθετο από την προηγούμενη ταινία τους, το "Slumdog Millionaire". Έκαναν μια στροφή 180 μοιρών κι έτσι, από τα γυρίσματα στο Μουμπάι, στη νέα ταινία έκαναν γυρίσματα σε ένα κλειστοφοβικό φαράγγι στη μέση του πουθενά, στο οποίο χώραγε μόλις και μετά βίας ένας άνθρωπος. "Ήταν περίεργο το να μεταφερθούμε από το πολυπληθές Μουμπάι, που περικυκλώνεται από εκατομμύρια ανθρώπους, στο εντελώς αντίθετο σκηνικό, όπου ένας άνδρας είναι τελείως μόνος του", ισχυρίζεται ο Μπόιλ. "Ήταν μια υπέροχη αντίθεση και μια τεράστια πρόκληση. Οι ταινίες αυτές δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές μεταξύ τους."

Στο μυαλό του Άρον Ράλστον
Όταν ο Ντάνι Μπόιλ ανακάλυψε την ιστορία του Άρον Ράλστον, έστειλε στον παραγωγόΚρίστιαν Κόλσον, που είχε συμμετάσχει και στο "Slumdog Millionaire", ένα αντίγραφο του βιβλίου του Ράλστον. Ο Κόλσον ισχυρίζεται ότι δεν τον "κέρδισε" αμέσως η ιστορία. "Σκέφτηκα ότι είναι μια απίθανη ιστορία αλλά δεν υπάρχει τρόπος να γίνει ταινία, και αυτό ακριβώς είπα στον Ντάνι. Τότε μου έστειλε ένα κείμενο που είχε γράψει, μόλις 6 σελίδων, το οποίο όμως περιείχε όλο του το σκεπτικό για το πώς μπορούσε να ειπωθεί η ιστορία στη μεγάλη οθόνη. Όταν το διάβασα, άλλαξα γνώμη και δέχτηκα να κάνουμε την ταινία. Ήταν μια τεράστια πρόκληση, όμως ο Ντάνι είχε βρει τρόπους να κρατά την ιστορία πάντα ενδιαφέρουσα, προσφέροντας μια εμπειρία σε πρώτο πρόσωπο στον θεατή."

Τα δικαιώματα για την ιστορία του Ράλστον ελέγχονταν εκείνη την περίοδο από τον Τζον Σμίθσον, παραγωγό ντοκιμαντέρ. Ο Κόλσον συναντήθηκε μαζί του στο Λονδίνο και αποφασίστηκε να γυριστεί ταινία βασισμένη στο κείμενο που είχε γράψει ο Μπόιλ, με τον Σμίθσον στο ρόλο του παραγωγού.
Το πρώτο μέλημα του Μπόιλ ήταν να γνωρίσει τον Άρον Ράλστον και η διαδικασία ξεκίνησε εκεί που ουσιαστικά η ζωή του Ράλστον τέθηκε σε κίνδυνο: στο φαράγγι Blue John στη Γιούτα. Οι Μπόιλ και Κόλσον έκαναν ένα ταξίδι τον Ιούλιο του 2009 με τον Ράλστον να ορειβατεί διαμέσου των στενών φαραγγιών. Κάτι τέτοιο ήταν ζωτικής σημασίας για τον Ράλστον, γιατί ήθελε οι συντελεστές της ταινίας να έχουν μια εξοικείωση με το συγκεκριμένο τοπίο, προτού προχωρήσουν στα γυρίσματα.

Αρχικά ο Ράλστον δεν ήταν σίγουρος για την ευφάνταστη προσέγγιση του Μπόιλ. "Ήταν συναισθηματικά δύσκολο για μένα, μιας και, παρόλο που ήξερα ότι γυρίζαμε μια ταινία, δεν μπορούσα να ξεφύγω από τα όσα συνέβησαν στη ζωή μου εκεί", παραδέχεται. Όμως τελικά, η ιδέα τού να ειπωθεί μια βαθύτερη αλήθεια μέσω μιας ρεαλιστικής και συναρπαστικής αφήγησης άρχισε να τον εξιτάρει κι έτσι μοιράστηκε με τους συντελεστές της ταινίας τις πιο προσωπικές αναμνήσεις του και τα συναισθήματά του. "Έζησα αυτή την ιστορία και πάντα θα είναι ένα βασικό κομμάτι της ζωής μου, όμως συνειδητοποίησα ότι το να γίνει μια ταινία που θα επέτρεπε στο κοινό να αισθανθεί σαν να ζούσε τη δική μου εμπειρία, ήταν συναρπαστικό."

Ο Ράλστον ήρθε κοντά με τον Σάιμον Μπιουφόι επίσης, πεζοπορώντας με τον σεναριογράφο στο Κολοράντο. "Αναρριχηθήκαμε στις βουνοπλαγιές και μιλήσαμε για το παρελθόν μου. Ο Σάιμον είναι εξωστρεφής, έτσι κάναμε cool συζητήσεις και νομίζω ότι ήταν ικανός να πάρει τα πιο σημαντικά κομμάτια της ιστορίας."
Μην κρατώντας τίποτα κρυφό, ο Ράλστον μοιράστηκε επίσης με τους συντελεστές της ταινίας τα προσωπικά βιντεο-μηνύματα που ηχογράφησε ενώ ήταν παγιδευμένος στο φαράγγι, με την ελπίδα να αφήσει κάτι για τους φίλους και την οικογένειά του, αν δεν σωζόταν.

"Ο Άρον είδε τον εαυτό του ως σολίστα, όταν όμως σκέφτηκε τι τον κρατά στη ζωή, αυτό ήταν η ομάδα, οι συνάνθρωποί του. Για μένα, αυτή ήταν η ιδέα του φιλμ. "Χρειάζομαι βοήθεια", λέει ο Άρον όταν συναντά τους διασώστες του προς το τέλος της ταινίας. Και όντως χρειάζεται. Όλοι χρειαζόμαστε. Γι' αυτό και ζούμε ως πλήθη", τονίζει ο Μπόιλ.
Ήταν μια αρκετά σουρρεαλιστική εμπειρία για τον Ράλστον να δει την πιο συναισθηματικά έντονη εμπειρία της ζωής του στη μεγάλη οθόνη. "Ήταν σαν ο εαυτός μου του 2010 να μπορούσε να κοιτάξει τον εαυτό μου του 2003 και να ξαναζήσει την απόδρασή μου από το φαράγγι." Ο Ράλστον μάλιστα ξαναγύρισε για τους σκοπούς της ταινίας στο φαράγγι Blue John σε μια ιδιαίτερα σπουδαία ημερομηνία: την 7η επέτειο της παγίδευσής του.

Ο Τζέιμς Φράνκο σε έναν απαιτητικό ρόλο
Ο Φράνκο λάτρεψε τον ρόλο του Ράλστον από την πρώτη στιγμή που άκουσε για τη συγκεκριμένη ταινία- και έτυχε να είναι κάτι τελείως διαφορετικό απ' ό,τι έχει κάνει μέχρι σήμερα. "Ένας από τους λόγους που ήθελα να αναλάβω αυτόν τον ρόλο είναι γιατί αποτελείται από πολλές μικρές προσωπικές στιγμές, τις στιγμές που περνάμε όλοι μας όταν είμαστε εντελώς μόνοι. Ένιωσα σαν να ήταν ένα κομμάτι δικό μου που μπορούσα να το καταλάβω. Η ιστορία είναι βασικά για έναν άνδρα που έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο και προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή- είναι μια ανθρώπινη κατάσταση που δεν νομίζω ότι έχει απεικονιστεί πολύ σε παλαιότερες ταινίες. Είναι επίσης κάτι πολύ ιδιαίτερο γιατί πραγματικά δεν συναναστρέφομαι άλλους ηθοποιούς στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Μου αρέσει να δουλεύω με συναδέρφους ηθοποιούς, αλλά αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο και προκλητικό. Η εστία της προσοχής ήταν εντελώς διαφορετική. Ήταν σαν να έπρεπε να μάθω να δρω στον συγκεκριμένο χώρο, με τα βράχια, το φαράγγι, τις κάμερες."

Παρόλο που ο Φράνκο ξόδεψε κάποιο χρόνο προκειμένου να γνωρίσει τον Ράλστον και έκαναν μαζί πεζοπορία για να τον δει στο στοιχείο του, ούτε αυτός ούτε ο Μπόιλ ήθελαν να προσπαθήσουν να μιμηθούν τα φυσικά/σωματικά χαρακτηριστικά του στη μεγάλη οθόνη. Για να μπει περισσότερο στο πετσί του ρόλου του, ο Φράνκο έκανε ασκήσεις και έχασε κάποια κιλά. Διάβασε βιβλία για ορειβάτες και τυχοδιώκτες- και επίσης αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να κάνει ο ίδιος όσα έκανε ο Άρον για να επιζήσει. "Σκέφτηκα πόσο δραστικές ήταν οι περιστάσεις- ήταν ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Είμαι αρκετά ευαίσθητος με το αίμα, ακόμη και όταν βρίσκομαι στον γιατρό, όμως σε αυτή την περίπτωση το ξεπέρασα."

"Θαρραλέες" εικόνες

Το αρκετά ασυνήθιστο σκηνικό των "127 Ωρών" προϋπέθετε ότι ο Ντάνι Μπόιλ και η ομάδα του έπρεπε να σκεφτούν πέρα από τα γνωστά όρια κινηματογράφησης. Για τον Μπόιλ, τα πάντα ήταν μία και μόνη λέξη: ορμή. Η δύναμη που τον ωθούσε ήταν να κρατήσει στην οθόνη, σε κάθε δευτερόλεπτο, συνεχή την κίνηση και το συναίσθημα, ασχέτως πόσο λίγο αλλάζει εξωτερικά ο κόσμος για τον Άρον στη διάρκεια του ταξιδιού του.
Στην αρχή της ταινίας, ο Μπόιλ χρησιμοποιεί υψηλή αδρεναλίνη ακολουθώντας τον Άρον στα παιχνίδια του στην ύπαιθρο με παράτολμο τρόπο. Διασχίζει τη χρωματιστή έρημο με το ορειβατικό ποδήλατό του, αναρριχάται σε κόκκινους και χρυσούς βράχους μαζί με δύο κορίτσια που γνωρίζει στην πεζοπορία του. Έπειτα ο κόσμος σταματά γι' αυτόν και πλέον όλη η κίνηση συμβαίνει στο μυαλό του.

Ενώ ξαφνικά γεγονότα λαμβάνουν χώρα ενώ αυτός είναι παγιδευμένος, όπως μια νεροποντή, η οπτική γωνία του είναι πλέον περιορισμένη από ό,τι μπορεί να δει μέσα από το φαράγγι- κομμάτια ουρανού, λίγο ήλιο, ένα μυστηριώδες κοράκι, το δικό του κατεστραμμένο σώμα... και οτιδήποτε υπάρχει στο μυαλό του.
Για τον Μπόιλ, το να αναπαραστήσει αυτή τη δυναμική που αφορά στον παγιδευμένο Άρον ήταν ένα τεστ για τη φαντασία του. Ένιωσε ότι η λύση θα ήταν μια μείξη τεχνικών της κάμερας, πολλές από τις οποίες έγραψε κατευθείαν στο σενάριο. Όμως έκανε και κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: προσέλαβε δύο βασικούς φωτογράφους για να συνεργαστούν στο συγκεκριμένο κομμάτι της ταινίας. "Πήραμε την απόφαση να χρησιμοποιήσουμε 2 φωτογράφους, τον Ενρίκε Τσέντιακ και τον Άντονι Ντοντ Μαντλ, γιατί χρειαζόμασταν διαφορετικές λήψεις και γιατί η κάμερα στην ουσία αναπληρώνει την ύπαρξη ελάχιστων χαρακτήρων στην ταινία", εξηγεί ο Μπόιλ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου